- αναβάτης
- οθηλ. -τρια ο καβαλάρης, ο τζόκεϊ: Σε λίγο φάνηκαν τα άλογα με τους αναβάτες τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναβάτης — one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάτης — ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. τρια) [ἀναβαίνω] 1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου 2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης νεοελλ. (για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας … Dictionary of Greek
ἀναβάται — ἀναβάτης one who mounts masc nom/voc pl ἀναβάτᾱͅ , ἀναβάτης one who mounts masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАБАТ — • Άναβάτης, αποβάτης. При одном из видов колесничных состязаний, кроме состязающегося, на колеснице стоял еще и ηνίοχος. На последнем кругу, делаемом колесницею, состязающийся спрыгивал, бежал рядом с нею и почти у самой меты, при… … Реальный словарь классических древностей
ἀναβατῶν — ἀναβάτης one who mounts masc gen pl ἀναβατός to be mounted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάταις — ἀναβάτης one who mounts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάτην — ἀναβάτης one who mounts masc acc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd dual (epic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάτου — ἀναβάτης one who mounts masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβάτῃ — ἀναβάτης one who mounts masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek